μάζωξη

μάζωξη
η [μαζώνω]
1. συνάθροιση, συλλογή
2. (για πρόσ.) συγκέντρωση, σύναξη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μάζωξη — η συγκέντρωση, συνάθροιση, μάζεμα: Έγινε μάζωξη στο σπίτι του γαμπρού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”